θαμπάδα

θαμπάδα
η
1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα
2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. -άδα* (πρβλ. ασπρ-άδα, ζαλ-άδα, κοιλ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαμπάδα — η ιδιότητα του θαμπού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαμπιά — η [θαμπός] η θαμπάδα …   Dictionary of Greek

  • θαμπουλίζω — έχω θαμπάδα, θαμπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + υποκορ. καταλ. ουλίζω (πρβλ. βηχ ουλίζω < βήχας)] …   Dictionary of Greek

  • θαμπούρα — η 1. η θαμπάδα 2. μουσικό όργανο που μοιάζει με την κιθάρα, ο ταμπουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός. Με τη σημασία 2 βλ. λ. ταμπουράς] …   Dictionary of Greek

  • καταχνάδα — η θαμπάδα, θολάδα, θάμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αχνάδα (< αχνός)] …   Dictionary of Greek

  • μουντάδα — η [μουντός] σκοτεινότητα, θαμπάδα, θολότητα, θολούρα …   Dictionary of Greek

  • θολερότητα — η μερική θολούρα, θαμπάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”